νομάτισμα

νομάτισμα
το
1. η διάκριση ή η κλήση κάποιου με το όνομά του, κατονομασία
2. (λαογρ.) είδος εξορκισμού κατά τον οποίο αναφέρεται το όνομα τού αρρώστου μαζί με το όνομα τού Χριστού, τής Παναγίας ή αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονομάτισμα με σίγηση τού αρκτικού ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νομάτισμα — το, ατος 1. η πράξη του νοματίζω. 2. (λαογρ.), είδος εξορκισμού όπου αναφέρεται το όνομα του αρρώστου με το όνομα του Χριστού, της Παναγίας ή άγιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”